- δυσωπήσῃ
- δυσωπέωput out of countenanceaor subj mid 2nd sgδυσωπέωput out of countenanceaor subj act 3rd sgδυσωπέωput out of countenancefut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσώπηση — η (Μ δυσώπησις) επίμονη παράκληση, ικεσία νεοελλ. η επίτευξη συγγνώμης από εξοργισμένο άτομο … Dictionary of Greek